δικάω

δικάω
και δικώ
επαρκώ, είμαι αρκετός, φθάνω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δικάω ή δικώ είναι διαλεκτικός και προήλθε από το αρχ. διοικώ, αόρ. διώκησα χωρίς να έχει σχέση με τα δίκη, δικάζω. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον Πρόδρομο: «μη προσδοκάς δε πάλιν, ότι αν με δώσης τίποτε να το κακοδικήσω» αντί κακοδιοικήσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”